κόνυζα

κόνυζα
κόνυζα
Grammatical information: f.
Meaning: `name of a strong smelling plant, `fleabane, Inula (viscosa, graveolens, britannica)'; (Hekat., Arist., Thphr., Dsc.),
Other forms: also σκόνυζα (Pherecr.) and κνύζα (Theoc.) \> NGr. (Calabr.) kliza (Rohlfs ByzZ 37, 53, Wb. s. v.).
Derivatives: κονυζήεις `κ.-like' (Nic.), κονυζίτης (οἶνος) `seasoned with κ.' (Dsc., Gp.; Redard Les noms grecs en -της 97).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like μώλυζα, μάνυζα, ὄρυζα, κόρυζα a. o. Formed from κονίς (s. v.), with dialectal κνύζα as reshaping after κνύω? On the other hand κνύζα (\< *κνύγ-ι̯ᾰ?) has een compared withOWNo. hnykr (PGm. *hnuki-, IE. *knugi-) `stench' (to which κνόος, κνύω) Torp in Fick 3, 100. If so, κόνυζα could be reshaping after κονίς (acc. to Schwyzer 278 -ο- epenthesis.) - The variation rather points to a Pre-Greek word (note also the σ-); Fur. 183, 381.
Page in Frisk: 1,913-914

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κονύζα — κονύζᾱ , κόνυζα Inula fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζα — Inula fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… …   Dictionary of Greek

  • κονύζης — κόνυζα Inula fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονύζῃ — κόνυζα Inula fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζαι — κόνυζα Inula fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζαν — κόνυζα Inula fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονυζίτης — κονυζίτης, ὁ (ΑM) (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, ρητιν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σκόνυζα — Α είδος φυτού, η κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κόνυζα (βλ. λ. κόνυζα)] …   Dictionary of Greek

  • κνύζα — (I) η (AM κνύζα) [κνύω] νεοελλ. ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό χωρίς την εμφανή παρουσία δερματικής βλάβης μσν. αρχ. κνησμός, ψώρα αρχ. (για πρόσ.) διεφθαρμένος, αχρείος. (II) κνύζα, ἡ (Α) το φυτό κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κονυζήεις — κονυζήεις, εσσα, εν (Α) [κόνυζα] (για φυτό) αυτό που μοιάζει με κόνυζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”